υποθυμίς

υποθυμίς
-ίδος, και αιολ. τ. ὐπάθυμις, -ύμιδος, ἡ, Α
στεφάνι από λουλούδια το οποίο φορούσαν οι συμπότες γύρω από τον λαιμό τους προκειμένου να απολαμβάνουν έτσι καλύτερα το άρωμα αυτών τών λουλουδιών
2. είδος άγνωστου πτηνού
3. είδος στεφάνου που κατασκευαζόταν από άνθη τού φυτού ὑπόγλωσσον*, η ὑπογλωσσίς*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -θυμ-ίς (< θύω [Ι] με σημ. «ευωδιάζω», πρβλ. θύμον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑποθυμίς — garland worn on the neck fem nom sg ὑποθῡμίς , ὑποθυμίς garland worn on the neck fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθυμίδα — ὑποθυμίς garland worn on the neck fem acc sg ὑποθῡμίδα , ὑποθυμίς garland worn on the neck fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθυμίδας — ὑποθυμίς garland worn on the neck fem acc pl ὑποθῡμίδας , ὑποθυμίς garland worn on the neck fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθυμίδες — ὑποθυμίς garland worn on the neck fem nom/voc pl ὑποθῡμίδες , ὑποθυμίς garland worn on the neck fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποθυμιάς — άδος, ἡ, Α ὑποθυμίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού ὑποθυμίς*, κατά τα θηλ. σε ιάς, ιάδος] …   Dictionary of Greek

  • επιθυμίς — ἐπιθυμίς, ή (Α) 1. υποθυμίς*, άνθινο στεφάνι που φορούσαν, συνήθως στα συμπόσια, γύρω από τον λαιμό, για να απολαμβάνουν εντονότερα το άρωμα 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιθυμίδες τὰ παντοδαπὰ στεφανώματα, ἅ τὰς γυναῖκας φορεῖν, οὕτω καλεῖσθαι» 3. το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”