- υποθυμίς
- -ίδος, και αιολ. τ. ὐπάθυμις, -ύμιδος, ἡ, Αστεφάνι από λουλούδια το οποίο φορούσαν οι συμπότες γύρω από τον λαιμό τους προκειμένου να απολαμβάνουν έτσι καλύτερα το άρωμα αυτών τών λουλουδιών2. είδος άγνωστου πτηνού3. είδος στεφάνου που κατασκευαζόταν από άνθη τού φυτού ὑπόγλωσσον*, η ὑπογλωσσίς*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -θυμ-ίς (< θύω [Ι] με σημ. «ευωδιάζω», πρβλ. θύμον)].
Dictionary of Greek. 2013.